φιαληφόρου

φιαληφόρου
φιαληφόρος
cup-bearer
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιαληφόρος — ον, Α 1. (ως ονομασία ιέρειας τής Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.) 2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος τίτλος κωμωδίας τού Αναξανδρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + φόρος*. Το η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”